- πετεινῶν
- πετεινόςable to flyfem gen plπετεινόςable to flymasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
AVIUM — I. AVIUM civitas inter Tyrum et Sidonem. Strab. l. 16. II. AVIUM collum laqueô constringendi aucupium Graecis olim notissimum. E quibus Archia Poeta laqueum huiusmodi vocat δειραχςθὲς ἐΰβροχον ἅμμα πετεινῶν, collo onerosum multis laqueis avium… … Hofmann J. Lexicon universale
LAQUEUS — ex Gr. λύγος, υιτεχ, vitex, salix, quod ista primitus laquei fuerint vice. In Graecorum aucupio notissimus fuit, e quibus Archia poeta δειραχςθὲς ἐΰβροχον ἅμμα πετεινῶν, collo onerosum multis laqueis avium rete dixit. et Antipater Sidon. πετεινῶν … Hofmann J. Lexicon universale
πετεινός — Κοινή ονομασία διάφορων ορνιθόμορφων της οικογένειας των Φασιανιδών. Οποιαδήποτε κι αν είναι η φυλή του, είτε είναι άγριος ή κατοικίδιος, κάθε π. έχει στο κεφάλι του ένα σαρκώδες λειρί, διάφορων σχημάτων, που συνοδεύεται μερικές φορές από ένα… … Dictionary of Greek
ενδοκρινολογία — Κλάδος της ιατρικής που μελετά τη φυσιολογία και την παθολογία των ενδοκρινών αδένων και των εκκρίσεών τους, των λεγόμενων ορμονών. Η ανάπτυξη της ε. είναι μάλλον πρόσφατη· οι ενδοκρινείς αδένες αναγνωρίστηκαν μόλις στις πρώτες δεκαετίες του 19ου … Dictionary of Greek
σκαρφίον — τὸ, Μ κομμάτι ή ακίδα από σανίδα που χρησιμοποιείται αντί για κλήρο («ῥίπτουσι δὲ καὶ σκαρφία περὶ τῶν πετεινών, εἴτε καὶ φαγεῑν εἴτε καὶ σφάξαι αὐτοὺς καὶ ζῶντας ἐάσειν», Κ. Πορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρφος «ξερό χόρτο, ξυλαράκι» (< ρίζα… … Dictionary of Greek
αλεκτορομαχίες — Αγώνες μεταξύ πετεινών, που συνηθίζονται έως τις μέρες μας σε διάφορες περιοχές της Ινδίας. Οι α. ήταν γνωστές και στην αρχαία Ελλάδα (αλεκτρυονομαχία) και στην Αθήνα ήταν δημόσιες. Λέγεται ότι η απαρχή τους βρίσκεται σε μια παρατήρηση του… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Κορίνθου — Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Κορίνθου, που βρίσκεται στη νοτιοδυτική πλευρά του αρχαιολογικού χώρου, χτίστηκε το 1931 από την Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών, με δωρεά της Ada Small Moore. Μέσα από τα ευρήματα της αξιόλογης συλλογής που… … Dictionary of Greek
ДАМАСКИН СТУДИТ — [греч. Ϫαμασκηνὸς ὁ Στουδίτης] (Дионисий; 20 е гг. XVI в. 1577), митр. Навпактский и Артский. Происходил из Фессалоники или из Фессалии. Традиц. является т. зр., что он принял постриг в Студийском монастыре в К поле и там был поставлен во… … Православная энциклопедия